-
1 σκύλμα
-
2 σκύλμα
σκύλμα, τό, zerrauftes, zerzaus'tes Haar, κόμης σκύλματα εἰκαῖα, Qu. Maec. 3 (V, 130), das Zerraufen des Haares, vgl. Ruhnk. ep. cr. p. 73.
-
3 σκυλμα
-
4 σκύλμα
σκύλμα, τό, zerrauftes, zerzaustes Haar; κόμης σκύλματα εἰκαῖα, das Zerraufen des Haares
См. также в других словарях:
σκύλμα — τὸ, ΜΑ μσν. ενόχληση ή σύγχυση αρχ. μαδημένα μαλλιά («κόμης εἰκαῑα... σκύλματα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλλω «σπαράζω, ξεσχίζω» + κατάλ. μα (πρβλ. σφάλ μα)] … Dictionary of Greek